Γράφει ο Νίκος Αλεξανδρής

Αρχικά, θα ήθελα να ρωτήσω ποιοι από εσάς δεν έχετε απογοητευτεί ή προβληματιστεί καθώς χάνετε ένα θήραμα λόγω κακής προσκόπευσης; Όλοι. Και αυτό φυσικά οφείλεται στην δυσκολία να εφαρμόσει κανείς στην πράξη όλες τις θεωρίες σχετικά με την τεχνική σκόπευσης. Γιατί για να επιτύχει ένας κυνηγός στην πράξη πρέπει σαφώς να γνωρίζει τους κανόνες και τις τεχνικές σκόπευσης αλλά και να μπορεί να τις εφαρμόσει αποτελεσματικά και γρήγορα, χωρίς να προσπαθεί με νοερούς υπολογισμούς να βρει την ιδανική προσκόπευση και το ιδανικό σημείο που πρέπει να πατήσει την σκανδάλη, φτάνει η σκοπευτική του επίδοση να απορρέει από το ένστικτο του.

Βέβαια η εφαρμογή των κανόνων της κυνηγετικής βλητικής πολλές φορές παρεμποδίζεται από παράγοντες όπως το ξάφνιασμα κατά την εμφάνιση του θηράματος. Όλοι γνωρίζουμε, και αν όχι μπορούμε να το μάθουμε, ότι η σκόπευση αν και είναι μια χειρονακτική ενέργεια, αποτελεί την υλοποίηση της εγκεφαλικής λειτουργίας. Για το λόγο αυτό η έλλειψη ψυχραιμίας και ελέγχου κατά τη στιγμή του πυροβολισμού αποτελούν τα κύρια αίτια της ελλιπούς εφαρμογής αυτών των κανόνων με αποτέλεσμα την αστοχία στην βολή.

Σκοπός μου σε αυτό το άρθρο είναι να αναφέρω τις τεχνικές και τους κανόνες που πρέπει να γνωρίζει κάθε ευσυνείδητος κυνηγός, θεωρητικά και πρακτικά, για μια επιτυχή βολή.

Είναι γνωστό ότι από την στιγμή που ο εγκέφαλος δίνει την εντολή πυροδότησης και μέχρι τα σκάγια να διανύσουν την απόσταση μεταξύ της κάννης και του στόχου απαιτείται κάποιο χρονικό διάστημα. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα όμως, ο στόχος, καθώς βρίσκεται εν κινήσει, έχει μετακινηθεί από το αρχικό σημείο σκόπευσης και για ακριβώς αυτό το λόγο η προσκόπευση κρίνεται απαραίτητη. Υπάρχουν αρκετές τεχνικές προσκόπευσης οι δυο ποιο διαδεδομένες όμως και με τις οποίες θα ασχοληθούμε είναι η σκόπευση σταθερής παρακολούθησης και η σκόπευση ταχείας παρακολούθησης.

Κατά την πρώτη μέθοδο στοχεύουμε σε κάποιο σημείο, προπορευόμενο του στόχου, και στη συνέχεια τον παρακολουθούμε με την ίδια ακριβώς ταχύτητα κρατώντας την απόσταση του στόχου και της προέκτασης της κάνης σταθερή μέχρι την στιγμή της πυροδότησης χωρίς να διακόψουμε την κίνηση του όπλου. Φυσικά την στιγμή που πυροβολούμε, λόγω της έντονης ανάκρουσης, το σώμα μας τείνει εγκεφαλικά να σταματήσει αυτόματα την πορεία παρόλα αυτά όμως με την συχνή εξάσκηση αυτό μπορεί να ξεπερασθεί. Αυτή η μέθοδος έχει πολύ καλά αποτελέσματα και εφαρμόζεται από πολλούς κυνηγούς.

Στην δεύτερη μέθοδο, σκόπευση ταχείας παρακολούθησης ή αλλιώς μέθοδος "swing", η οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι προπορεύεται ελάχιστα την πρώτη, από άποψη προτίμησης, επωμίζουμε ταχέως το όπλο πίσω από τον στόχο και στη συνέχεια το κινούμε προς αυτόν με μεγαλύτερη ταχύτητα και μόλις τον υπερβούμε για μικρό διάστημα σύρουμε την σκανδάλη και πάλι χωρίς να διακόψουμε την κίνηση του όπλου. Με αυτή τη μέθοδο η προσκόπευση που απαιτείται είναι ελάχιστη λόγω του ότι το όπλο κινείται με μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν του στόχου. Αυτή η μέθοδος θεωρείται η ποιο δύσκολη καθώς ανάλογα με την περίσταση απαιτείται η κατάλληλη μεγαλύτερη ταχύτητα με την οποία πρέπει να κινηθεί το όπλο.

Στη βολή με το λειόκαννο κυνηγετικό όπλο κατά κινητού στόχου η μεγαλύτερη και μοναδική τέχνη είναι να γνωρίζει κανείς πόσο και πως θα βάλει την προσκόπευση που χρειάζεται κάθε φορά. Λίγοι κυνηγοί καθώς και σκοπευτές λένε ότι το επιτυγχάνουν συνειδητά όταν τουφεκάνε ελέγχοντας με μικρή ή μεγάλη ακρίβεια το μέγεθος της προσκόπευσης που χρειάζεται κάθε φορά να χρησιμοποιήσουν. Άλλοι πάλι δηλώνουν ότι ποτέ δεν έχουν σκεφτεί ούτε έχουν αναλύσει το πόσο και πως ακριβώς βάζουν την προσκόπευση. Γι αυτό το λόγο άλλωστε και δεν μπορούν να εξηγήσουν αναλυτικά σε κάποιον τη μέθοδο ή τον τρόπο που χρησιμοποιούν για να πετύχουν τα πουλιά ή τους δίσκους. Ρωτάς αυτούς τους κυνηγούς και σκοπευτές και δυσκολεύονται ή δεν μπορούν καθόλου να σου περιγράψουν το τι ακριβώς κάνουν με την προσκόπευση, παρόλα αυτά όμως έχουν μια πληθώρα από επιτυχημένες βολές. Οι ερωτώντες εκλαμβάνουν αυτή τη αδυναμία επεξήγησης των ενεργειών, πολλές φορές σαν απροθυμία πληροφόρησης από πλευράς αυτών των κυνηγών και σκοπευτών. Δεν είναι όμως έτσι, γιατί αυτή η άρνηση της ανάλυσης ελάχιστες φορές είναι εσκεμμένη, τις περισσότερες φορές είναι αδυναμία.

Η προσκόπευση υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, έστω και αν ισχυρίζονται μερικοί ότι: «με αυτά τα φυσίγγια εγώ τουφεκάω πάνω στο πουλί ή πάνω στο πιάτο και πέφτει». Κανένα, μα κανένα φυσίγγι δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει την προσκόπευση, που είναι απαραίτητη π.χ. σε μια πλάγια βολή (τραβέρσα) στα 30 μ. σε στόχο που κινείται με 60-70 χλμ./ώρα.

Φυσικά όμως η απαρχή της σωστής προσκόπευσης είναι η σωστή επώμιση, το κατάλληλο κοντάκι που θα «κουμπώνει» στο ζυγωματικό έτσι ώστε η κάννη να στοχεύει εκεί ακριβώς που κοιτάμε, με ελάχιστες αποκλίσεις, καθώς το μάτι μας θα βρίσκεται ελάχιστα πάνω από αυτήν, ίσα να κοιτάει τη ρίγα, και θα την διαγράφει αρμονικά. Αυτό όμως είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο το οποίο χρειάζεται ιδιαίτερη προσέγγιση και ανάλυση για την πλήρη κατανόηση του...