Άρθρο του Θωμά Πετρόχειλου
Στο κυνήγι πηγαίνουμε για να ευψυχήσουμε. Αυτό δεν επιτυγχάνεται μόνο από τη ζωή στη φύση, από την σωματική και πνευματική άσκηση, από τις θαυμάσιες εικόνες, από την εναλλαγή έντονων συναισθημάτων και από τα από το αίσθημα ότι είμαστε και παραμένουν αξιόμαχοι, αλλά και από το γεγονός ότι παρατηρούμε έκθαμβοι πολλές φορές την κυνηγετική ικανότητα των συντρόφων μας.
Όσο μεγαλύτερη είναι η ικανότητα αυτή των σκύλων μας, τόσο μεγαλύτερη είναι και η δική μας απόλαυση.
Βρισκόμαστε στο 2006 και δυστυχώς ακόμα ο κυνηγετικός κόσμος δεν έχει μια διαδικασία και τους κατάλληλους εκπαιδευμένους ανθρώπους οι οποίοι θα μπορούν να αναδείξουν τους κυνηγετικούς σκύλους με τη μεγαλύτερη κυνηγητική ικανότητα η οποία ξεδιπλώνονται μέσα σε μια ολόκληρη κυνηγετική ημέρα. Έτσι ο καθένας από μας θα πρέπει να αρκεσθεί να διαλέξει τους κυνηγετικούς του σκύλους βασιζόμενος στις προσωπικές παρατηρήσεις.
Προσωπικά δεν είμαι υπέρμαχος της ιδέας ότι υπάρχει άλλο σκυλί το οποίο είναι κατάλληλο μόνο για πέρδικα, άλλο το οποίο είναι μόνο για ορτύκι και άλλο το οποίο είναι κατάλληλο μόνο για μπεκάτσα ή μπεκατσίνι.
Πιστεύω ότι ο μεγάλος κυνηγετικός σκύλος με τα πολλά φυσικά προσόντα, μπορεί να μεταβάλλει τον τρόπο εργασίας του κάθε φορά ανάλογα με το έδαφος, με και τις καιρικές συνθήκες και με το θήραμα. Αυτός ο σκύλος είναι εκείνος στον οποίο αναζητούμε και για τον οποίο υποβαλλόμεθα σε τόσες θυσίες και κόπο.
Όταν εκπαιδεύω βγάζω τους σκύλους μου ανά πεντάδες στο βουνό. Μιλάω για σκύλους οι οποίοι έχουν ναι μεν τη βασική τους εκπαίδευση για να με γνωρίζουν και να μπορώ να τους φωνάζω, αλλά δεν έχουν ακινησία στο ξεπέταγμα και τον πυροβολισμό, ούτε διασταυρωμένη έρευνα, ούτε γεύση και εμπειρία του θηράματος.
Στην αρχή κυνηγιούνται μεταξύ τους, κυνηγάνε πουλάκια και πεταλούδες, ξεμακραίνουν και χάνουν τον προσανατολισμό τους, αλλά σιγά σιγά αποκτούν ένα κέντρο έρευνας, εξοικειώνονται με το περιβάλλον και μετά από δύο περίπου εβδομάδες αρχίζουν οι πρώτες φέρμες. Στην αρχή βέβαια το ένα δεν σέβεται τη φέρμα του άλλου τις περισσότερες φορές, αλλά και τα ίδια δεν είναι σταθερά στη φέρμα τους, επιτίθενται και διώχνουν το θήραμα κυνηγώντας το σε μεγάλες αποστάσεις.
Στη συνέχεια όμως οι φέρμα αρχίζει να επιμηκύνεται και η συναίνεση γίνεται πλέον αυτόματη. Όσο διαρκεί αυτή η διαδικασία βλέπουμε ότι κάποιο σκυλί από την πεντάδα έχει μεγαλύτερη ευχέρεια στον εντοπίζει το μεγαλύτερο αριθμό θηραμάτων σε σχέση με τα υπόλοιπα σκυλιά της πεντάδας. Ταυτόχρονα χωρίς να παρεμβαίνουμε καθόλου στη δουλειά των σκύλων και χωρίς να διορθώσουμε το παραμικρό, παρατηρούμε τον τρόπο με τον οποίο καλπάζουν, την αντοχή τους στη ζέστη και στο κρύο, στη βροχή, στο χιόνι και στον πάγο.
Επίσης βλέπουμε πως μεταβάλλεται η απόδοσή τους μετά την ταλαιπωρία των περίπου δύο ωρών που βγαίνει η κάθε πεντάδα κάθε μέρα. Διότι συνήθως πρόκειται για κουτάβια των οποίων ηλικία είναι γύρω στον ένα χρόνο.
Στη συνέχεια παίρνουμε το σκυλί με τα μεγαλύτερα προσόντα της πεντάδας και έτσι δημιουργούμε με αυτά μια καινούργια υψηλότερων απαιτήσεων και ικανοτήτων πεντάδα την οποία προπονούμαι και βγάζουμε τα συμπεράσματά μας για τις ικανότητές τους συγκρίνοντας τα μεταξύ τους.
Η διαδικασία αυτή κατ' αρχήν γίνεται στον κάμπο με τις καμπίσιες πέρδικες. Μετά τα σκυλιά θα ανεβάσουν στο βουνό και την επαναλαμβάνουμε με τις ορεινές και στη συνέχεια τα βάζουμε μέσα στο δάσος με κυρίαρχο θήραμα τη μπεκάτσα.
Εκείνο το οποίο προσέχουμε περισσότερο στην προσαρμογή του δάσους, είναι το κατά πόσο το ζώο μπορεί να συγκρατεί τον προσανατολισμό του και να μη χάνεται. Το κυνήγι και η προσαγωγή των σκύλων στην ορεινή πέρδικα είναι η διαδικασία η οποία καταβάλλει περισσότερο από οπουδήποτε άλλη τους σκύλους. Είναι σπάνιες οι σκύλοι οι οποίοι μπορούν να αντέξουν πέραν της μιας η μιάμισης κυνηγητικής ημέρας στο κυνήγι αυτό.
Επίσης μεταβάλλεται κατά πολύ η αποτελεσματικότητα των κυνηγόσκυλων μας μέσα στις ώρες της κυνηγετικής ημέρας. Έτσι όταν η πεντάδα των σκύλων ανεβεί στο βουνό εύκολα διακρίνονται τα ζώα τα οποία έχουν μια φυσική άνεση κίνησης στο βράχο με τις απότομες κλήσεις. Αλλά δεν πρέπει να βγάζουμε γρήγορα και επιπόλαια συμπεράσματα διότι μπορεί τα ζώα τα οποία κατ’ αρχήν να τα φοβίσει το βουνό μπορεί στη συνέχεια και μετά από λίγες συνάντηση με τις πέρδικες να εμφανίσουν ένα άλλο ψυχισμό μια άλλη προσωπικότητα η οποία να μας εκπλήσσει συνεχώς όσο περνούν οι μέρες.
Υπάρχουν σκύλοι οι οποίοι δείχνουν να μαγνητίζονται από τις πέρδικες και η αίσθηση θηράματος την οποία επιδεικνύουν να μας γλιτώσει από πολλές ώρες κοπιαστικού ψαξίματος επάνω στα βράχια.
Στην επιλογή μας δεν πρέπει να έχουν θέση σκύλοι με μεμονωμένης οσφραντική ικανότητα αλλά τα ζώα μέσα από την πεντάδα τα οποία θα βρίσκονται συχνότερα πουλιά θα είναι εκείνα τα οποία και μεγαλύτερη αίσθηση θηράματος θα διαθέτουν και μεγαλύτερη οσφραντική ικανότητα αντοχή και οξυδέρκεια.
Δεν αρκούν όμως μόνο αυτά τα προσόντα για να είναι ένας σκύλος αποτελεσματικός. Πρέπει να είναι ταυτόχρονα και συνεργάσιμος και πειθαρχημένος και αυτό είναι πολύ δύσκολο για τον μεγάλο και δυνατό σε σκύλο για το οποίο ισχύει στις περισσότερες χώρες η λαϊκή ρύση του λαού η οποία λέει ότι το δυνατόν το μουλάρι ή θα δαγκώνει η θα κλωτσάει.
Το εργασιακό πρότυπο της κάθε φυλής δεν είναι αυτοσκοπός αλλά ένα μέσο για την επίτευξη του καλύτερου αποτελέσματος και εκείνου το οποίο θα μας υποδείξει τον μεγαλύτερο κυνηγετικό σκύλο είναι το ίδιο το άγριο και κυνηγημένο θήραμα το βουνό ο κάμπος το δάσος ο βάλτος ο ήλιος η ξηρασία ο πάγος το χιόνι η βροχή.