Orizontio720X90

Ο πρώτος μου λαγός

Αν με ρωτήσετε για τα πρώτα μου κυνηγετικά βιώματα, ίσος να μην μπορέσω να σας απαντήσω με βεβαιότητα για την ηλικία στην οποία διαδραματίστηκαν. Με σιγουριά όμως θα μπορέσω να σας πω ότι το θήραμα ήταν λαγός. Πολύ πριν ξεκινήσω να κρατώ στα χέρια μου το οποιοδήποτε όπλο, θυμάμαι τον εαυτό μου σε ηλικία περίπου 7 ετών να κρατώ το κυνηγετικό σακίδιο του πατέρα μου στις κυνηγετικές του εξορμήσεις για λαγό. Θυμάμαι όταν ήταν να πάμε την επόμενη μέρα για κυνήγι όλο το βράδυ εμένα σχεδόν ξάγρυπνος μήπως και ο πατέρας μου με ξεχάσει και δεν με πάρει μαζί του. Θυμάμαι τις πλαγιές που ανεβαίναμε αγόγγυστα παρακολουθώντας τα σκυλιά και την προσπάθεια τους να φτάσουν στον «αφτιά». Θυμάμαι ακόμα και το πόσο βαρύ ήταν το σακίδιο με έναν αλλά και αρκετές φορές και 2 λαγούς, όμως πότε δεν παραπονιόμουν και πάντα εγώ θα το κατέβαζα από το αυτοκίνητο στο σπίτι. Λίγα χρόνια αργότερα έφτασε και η δική μου σειρά να κρατώ όπλο και όχι μόνο το σακίδιο. Την ανάμνηση αυτής της φορά και τον πρώτο μου λαγό θα ήθελα σήμερα να μοιραστώ μαζί σας.
Όπως πάντα ξεκινήσαμε με τον πατέρα μου πολύ πρωί για το μέρος που θα κυνηγούσαμε, ήταν μόλις 15-20 λεπτά από το σπίτι μας και φτάσαμε εκεί λίγο πριν το χάραμα. Ο πατέρας μου τότε όπως και οι περισσότεροι λαγοκυνηγοί πριν από 20 και πλέων χρόνια, κυνηγούσαν με ημιαιμές φυλές, συνήθως γκέκα με γιούρα ή μπάσε ακόμα και διασταυρώσεις με πουλόσκυλα, πάντα όμως το κύριο αίμα ήταν γκέκας. Θυμάμαι τότε είχαμε 3 γκέκα-γιούρα τα 2 σε ηλικίες 3 και 4 και μια γρια που είχε περάσει  τα 10 και την φωνάζαμε «Σπίθα». Αυτή την σκύλα την είχα μεγαλώσει εγώ και πραγματικά είχαμε μια ιδιαίτερη σχέση.
Αμολήσαμε λοιπόν τα σκυλιά και δεν θα είχαν περάσει 10-15 λεπτά όταν ο αρσενικός μας βρήκες έναν πολύ δυνατό κοπό. Μαζί με την μικρή θυλυκιά μπόρεσαν και έφτασαν γρήγορα κοντά στον λαγό και  καθώς εμείς δεν προλαβαίναμε να φτάσουμε τα σκυλιά για να τον ντουφεκίσουμε στο πέταγμά, πιάσαμε καρτερία ευελπιστώντας ότι θα τον γυρίζανε σε ένα από τα σημεία που φυλάγαμε. Δυστυχώς όμως ο λαγός πέρασε σε άλλο σημείο και ίσα που μπόρεσε ο πατέρας μου να τον δει αρκετά μακριά τόσο από αυτόν, όσο και από τα σκυλιά. Όλο αυτό το σκηνικό διαδραματίζονταν χωρίς την «Σπίθα» η οποία θα έπρεπε να σας πω ότι είχε την ιδιοτροπία να μην κλαφουναεί τον κοπό, παρά μόνο στα τελευταία πατήματα. Βλέποντας λοιπόν τον λαγό και τα σκυλιά να τον κυνηγούν και να περνούν από την πλάγια που κυνηγούσαμε στην απέναντι, χωρίς σκέψη τρέξαμε και εμείς πίσω τους. Ο πατέρας μου ακολούθησε τα σκυλιά φωνάζοντας σ’ εμένα να πιάσω ένα καρτέρι λίγο χαμηλότερα. Πράγματι εγώ έμεινα πίσω ακούγοντας τα σκυλιά να ξεμακραίνουν όλο και περισσότερο. Βγήκα λοιπόν στην άκρη μιας «κοπρισιάς», όπως εμείς στα μέρη μου λέμε τα ξέφωτα που συνήθως παίζουν οι λαγοί και περίμενα ακίνητος. Τα σκυλιά άρχισαν να ακούγονται όλο και λιγότερο, όταν ξαφνικά άκουσα λίγα μέτρα μακριά μου ένα κααφ. Αμέσως θυμήθηκα την Σπίθα που όλη αυτή την ώρα την είχαμε ξεχάσει. Προχώρησα προς το μέρος που ακουστικέ το κλαφουνιτό και την είδα να επιμένει σε ένα μέρος με αραιά θυμάρια και σκίνα. Όπως και πριν σας είπα, η Σπίθα δεν κλαφούνιζαι τον κοπό παρά μόνο στα τελευταία πατήματα, όμως εκείνη την ώρα και μέσα στην ένταση του κυνηγίου και εγώ σάστισα και σκέφτηκα ότι μάλλον είχε κολλήσει σε κάποιο κάθισμα του λαγού και δεν μπορούσε να τον «κόψει», «άντε Σπίθα πάμε καλά» την παρότρυνα, αλλά η Σπίθα τίποτα, ξαφνικά την βλέπω να σταμάτα το κλαφούνισμα και με προσοχή να πλησιάζει ένα μικρό σκίνο, αμέσως μετά ακούω το χαρακτηριστικό σύρσιμο και ένα μακρόσυρτό ουρλιαχτό και βλέπω την Σπίθα με τον λαγό να βγαίνουν από την άλλη μεριά σχεδόν κουβάρι. Η απόσταση ήταν τόσο κοντινή που είχα την εντύπωση ότι η Σπίθα θα τον έπιανε και φυσικά απαγορευτική για να ντουφεκίσω. Τραβιέμαι λίγο επάνω και βλέπω τον λαγό να κάνει μια στροφή προς τα επάνω και να αρχίζει να παίρνει απόσταση από την σκύλα, η ένταση της στιγμής δεν μπορεί με τίποτα να περιγράφει, σηκώνω το όπλο και του ρίχνω τρεις τουφεκιές, στην τελευταία μου φάνηκε ότι τον είδα να «ασπρίζει», να παίρνει τούμπα δηλαδή, τίποτα όμως, ο λαγός χάθηκε. Η απογοήτευση μου ήταν τέτοια που ήθελα εκείνη την στιγμή να τα παρατήσω και να εξαφανιστώ, καθώς όμως κατέβαινα ξανά προς το ξέφωτο που θα περίμενα και ενώ από ώρα το κλαφουνιτό καταδίωξης της Σπίθας είχε σταματήσει, την βλέπω με έναν λάγαρο στο στόμα της να έρχεται προς τα εμένα. Τα σκυλιά αυτού του είδους όχι μόνο δεν απορτάρουν αλλά αρκετές φορές αφού δαγκώσουν και μερικές φορές ανοίξουν και την κοιλία του λαγού, τον αφήνουν και φεύγουν, η Σπίθα όμως αν και σκυλί με αρκετές ιδιοτροπίες, λες και είχε καταλάβει την απογοήτευση μου, είχε βρει τον πιθανόν τραυματισμένο λαγό, τον είχε πιάσει και μου τον είχε φέρει.
Η χαρά μου δεν περιγράφονταν, αφού αγκάλιασα την Σπίθα και την φιλούσα, ακούμπησα κάτω τον λαγό και τον χάζευα. Πραγματικά τον χάζευα, γιατί καθισμένος σε ένα βραχάκι και βυθισμένος στις όλο χαρά και περηφάνια σκέψεις μου, δεν κατάλαβα τον πατέρα μου ο οποίος είχε φτάσει πίσω μου και με ξάφνιασε λέγοντας μου, «αν έτσι φυλάς καρτέρι να ξέρω να μένω ήσυχος» και τον βλέπω να με πλησιάζει κρατώντας τον πρωινό λαγό, αμέσως όμως βλέπω την όλη όψη του να αλλάζει βλέποντας διπλά στο βραχάκι και τον δικό μου λαγό, «μάλλον ήταν καλή η σημερινή μέρα» μου είπε και πλησίασε να δει και τον δικό μου πρώτο λαγό.
Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια και η κυνηγετικές μου εμπειρίες και εμπλουτίστηκαν άλλα και διευρύνθηκαν, τώρα πια κυνηγώ με πουλόσκυλα, το τιτίβισμα της ορεινής πέρδικας με έχει ξελογιάσει, ποτέ όμως δεν θα ξεχάσω τα λαγοκυνήγια των πρώιμων κυνηγετικών μου χρόνων και τις εντονότατες συγκινήσεις που αυτό το θήραμα μου έχει χαρίσει.

(πρώτη δημοσίευση Μάϊος 2004 www.kinigotopos.gr)