Του συνεργάτη μας Σταμάτη Ματζαρλή
Όλα άρχισαν ένα κυριακάτικο πρωινό στα μέσα Οκτωβρίου. Είχε προηγηθεί την προηγούμενη ημέρα (Σάββατο) ένα κουραστικό αλλά επιτυχημένο περδικοκυνήγι. Ήμουν τόσο πολύ κουρασμένος που δεν είχα σκοπό να πάω την επόμενη ημέρα για κυνήγι. Από την άλλη είχα και τον πατέρα μου τον «μπάρμπα Γιώργη» όπως τον φωνάζουν οι φίλοι μου, να με ρωτάει κάθε τρεις και λίγο αν θα πάμε αύριο καμία βόλτα. Βλέπείς έχει πιάσει τα 62, αλλά δεν το βάζει κάτω. Με την πρώτη ευκαιρία ήθελε να έρθει μαζί μου. Όταν εγώ πήγαινα με παρέα, του άφηνα την μεγάλη σκύλα μου 9 ετών και πήγαινε μόνος ή με κανέναν φίλο του. Όταν όμως ήξερε ότι θα ήμουν μόνος, γίνονταν κολλιτσίδα. Από την μια λόγο ηλικίας κουράζονταν και δεν μπορούσε να ακολουθήσει για πάνω από 2 ώρες, αλλά από την άλλη «τραβάμε και ας κλαίω». Τι να κάνω όμως πατέρας μου είναι και δεν θέλω να του χαλάω χατίρι. Παρόλα αυτά όμως ήμουνα τόσο κουρασμένος που δεν του έδωσα συγκεκριμένη απάντηση. Του είπα μόνο «ας σηκωθούμε το πρωί και βλέπουμε» «αν πάμε θα πάμε για καμία μπεκάτσα εδώ κοντά, για πέρδικες αποκλείεται είμαι κομμάτια και εγώ και τα σκυλιά»
Έβαλα το ξυπνητήρι να χτυπήσει 6:30 πραγματικά Κυριακή πρωί το ξυπνητήρι χτύπα. Το ακούω αλλά είμαι τόσο πιασμένος που δεν μπορώ να κουνηθώ για να το κλείσω. Ο μπαρμπα Γιώργής όμως είχε το δικό του σχέδιο. Σηκώθηκε άναψε το φως του δωματίου μου, έκανε το καφεδάκι του και αφού το ήπιε άρχισε το τροπάριο «θα πάμε ή όχι» του απάντησα ότι ήμουν κουρασμένος, ας τ’ αφήσουμε για άλλη φορά. Αυτός όμως επέμενε, για να μην τα πολυλογώ το «θα πάμε ή όχι» συνεχίστηκέ μέχρι της 9:00 ώσπου του είπα τελικά το «ναι θα πάμε». Το χαμόγελο έφτασε μέχρι τα αυτιά του και έτσι ετοιμαστήκαμε να ξεκινήσουμε. Θα πηγαίναμε για μπεκάτσα η ημέρα ήταν ηλιόλουστη, με αρκετά υψηλή θερμοκρασία και έτσι αποφασίσαμε να κυνηγήσουμε κάποιες ρεματιές κοντά σε νερό, με το σκεπτικό ότι αν είχε καμία μπεκάτσα θα βρίσκονταν εκεί κοντά στο νερό. Πήρα μαζί μου την μεγάλη μου την σκύλα την «Σπίθα» 9 ετών και ξεκινήσαμε για το κυνήγι. Ψάχναμε αρκετή ώρα πάνω κάτω δεξιά αριστερά σε όλα τα πιθανά κουμάσια που μπορεί να κρατούσε κάποιο πουλί, το αποτέλεσμα μηδέν ούτε μυρωδιά. Τα είχαμε ψάξει όλα εκτός από ένα τελευταίο κουμάσι που ήταν καμία 200 μέτρα παραπέρα. Ο μπάρμπα Γιωργής είχε κουραστεί η κούραση ήταν φανερά χαραγμένη στο πρόσωπο του, «άντε κάνε κουράγιο λίγο να δέσουμε και το τελευταίο κουμάσι και να φύγουμε» του λέω. «Μπα, κουράστηκα πήγαινε μονός σου εγώ θα κάνω ένα τσιγάρο ψάξε και μετά γυρνά να φύγουμε, αφού δεν σηκώσαμε καμία μέχρι εδώ σιγά μην σηκώσουμε στο τέλος» μου είπε δείχνοντας μου την απελπισία του. «Έλα και ας μην βρούμε» του λέω «απλά να κλείσουμε το μέρος». «Μπα δεν έρχομαι»
Τι να κάνω ξεκινάω μονός μου μόλις έφτασα και μπήκα στο μέρος, η «γιαγιά» έπιασε μυρωδιά. Λίγα μέτρα πιο κάτω το κουδούνι σταμάτησε. Το πουλί βρίσκονταν σε κάτι βάτους σε μια μικρή αλάνα. Σχετικά εύκολο μέρος, εύκολο πουλί αφού ήθελε να διανύσει τουλάχιστον 15 μέτρα για να μπει στο πυκνό. Κλείνω την σκύλα και παίρνω θέση βάζοντας στην μέση το πουλί. Ήμουνα σίγουρος ότι θα χτυπούσα το πουλί, αφού μάλιστα η πορεία του ήταν μια και μοναδική για το πυκνό. Το πουλί σηκώνεται σημαδεύω αφού είχα το περιθώριο και από την σιγουριά μου μονολογώ «πας», εγώ ήμουν που το είπα; την τελευταία στιγμή κλάσματα δευτερολέπτου πριν πατήσω την σκανδάλη μου κάνει μια τριπλά και ένα σπάσιμο και μου φεύγει η πρώτη ντουφέκια. Η δεύτερη ήταν βιαστική συνεπώς και οι δυο πήγαν στον γάμο του καραγκιόζη. Πάγωσα μονολογούσα και κατηγορούσα τον εαυτό μου για την πλάκα που είχα πάθει, με είχε φάει η σιγουριά.
Ο μπαρμπα Γιώργης μόλις άκουσε την ντουφέκια πήρε τα πάνω του και ήρθε να με βρει. Του φώναξα και μόλις ήρθε του εξήγησα και του τα έψαλα συγχρόνως γιατί αν ήταν και αυτός εκεί θα είχαμε σίγουρα χτυπήσει το πουλί. Αυτός άρχισε τότε να τραγούδα περιπαίζοντας με «φωτογράφε τράβα μια φωτογραφία κλπ», τσαντίζοντας με ακόμα περισσότερο.
«Κατά που πήγε;» με ρώτησε, «κατά δω» του λέω δείχνοντας του το πυκνό στην πλάγια. Αφού έκανε ένα τσιγάρο για να πάρει μια ανάσα και να αφήσουμε και να ξεθαρρέψει το πουλί, ξεκινήσαμε μαζί πλέον να ψάξουμε το πουλί.
Ψάχνοντας μέσα στο πυκνό σε κάποια φάση το κουδουνάκι σταματά, μέχρι να δέσουμε το μέρος το πουλί σηκώθηκε μες το πυκνό και δεν προλάβαμε να του ρίξουμε. «Προς τα πού έκανε;» με ρωτάει ο πατέρας μου, «προς τα κάτω στο δυο ρεματάκια» του απαντώ «πάμε». Όπως τελείωνε η πλάγια κατέληγε σε δυο ρεματάκια καμία 50αρια μέτρα το καθένα τα οποία σε ένα σημείο ενώνονταν σχηματίζοντας V ενώ τριγύρω υπήρχαν μόνο χωράφια. Που θα ήταν το πουλί ή στο ένα ή στο άλλο ρεματάκι, είχα πεισμώσει ήταν πλέον θέμα γοήτρου να την χτυπήσω μιας και η καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν ήταν ζέστη και ξηρασία και τα πουλιά ήταν ακόμα στα ψηλά. Σε όλη την περιφέρεια είχαν φανεί ελάχιστές μπεκάτσες και ακόμα και η καλοί μπεκατσάδες ψάχνονταν.
Έτσι ξεκινήσαμε για τα ρεματάκια «εσύ από αριστερά κι εγώ από δεξιά είπα στον μπάρμπα Γιώργη. Έτσι και έγινε περίμενα να βγει στο χωράφι ο παππούς και μετά να περάσω κι εγώ. Αφού πέρασε ο παππούς μπαίνω και εγώ στην ρεματιά για να περάσω από την άλλη. Δεν προλαβαίνω να κάνω 5 βήματα και το κουδουνάκι σταματάει, ώσπου να συνειδητοποιήσω ότι έχω φέρμα βλέπω στην πλάγια την οποία θα περνούσα και την οποία χτυπούσαν οι αχτίδες του ήλιου μια σκιά για κάποια δευτερόλεπτα. Πρέπει να σηκώθηκε σκέφτομαι και χωρίς να χάσω χρόνο φωνάζω στον μπάρμπα Γιώργη «πάνω σου πάνω σου». Ταυτόχρονα έλυσε και η σκύλα σε λίγο ακούω και την τουφεκιά του μπάρμπα Γιώργη. «Τι έγινε την πήρες;» ρώτησα χωρίς να ξέρω τι έγινε αφού ήμουν ακόμα μέσα στην ρεματιά. «Ναι» ακούω και βγαίνω με χαρά να δω την πρώτη μπεκάτσα της χιονιάς. Με μεγάλη έκπληξη όμως αντικρίζω τον μπάρμπα Γιώργη να κράτα στα χέρια του ένα λαγό και την σκύλα να πήδα για να τον δαγκώσει. «Καλά δεν τουφέκισες μπεκάτσα;» «όχι λαγός ήταν» μου είπε με ένα πλατύ χαμόγελο. Μέσα στην μεγάλη μας χαρά καθίσαμε και οι δυο να μιλήσουμε για το όλο σκηνικό που είχε συμβεί. «Άντε πάμε τώρα να πάρουμε και το πουλί» του λέω και ξεκινήσαμε.
Το πουλί όμως είχε ακούσει τόσο την τουφεκιά όσο και τις ομιλίες και ενώ ανεβαίναμε το ρεματάκι και φτάναμε προς το τέλος, σηκώθηκε μονό του, μη αφήνοντας την σκύλα να το πλησιάσει. «Έφυγε μονή της» μου φώναξε ο μπάρμπα Γιώργής «έκανε πίσω προς το V και εκεί άρχισε να βουτάει. «αστό να ηρεμήσει κάνε ένα τσιγάρο και σε 10 λεπτά ξεκινάμε» του λέω. «Εσύ θα κατέβεις και θα καθίσεις μέσα στο ρέμα στο V και εγώ θα κατέβω από πάνω» του είπα.
Αφού λοιπόν ο μπάρμπα Γιώργής πήγε και στήθηκε ξεκίνησα και εγώ να κατεβαίνω το ρεματάκι άκρη από το χωράφι. Το σκυλί μέσα έψαχνε το ρεματάκι αυτό ήταν λίγο πιο βαθύ και πιο απότομο από το άλλο, φτάνοντας περίπου εκεί που υπολογίζαμε ότι είχε βουτήξει το πουλί η αδρεναλίνη άρχισε να ανεβαίνει. Παρόλα αυτά ήμουν χαρούμενος για τον λαγό που είχε χτυπήσει ο μπάρμπα Γιώργής και μου είχε φύγει η τσαντίλα. Σε κάποια στιγμή βλέπω την σκύλα στην μέση της πλάγιας να κοντοστέκεται σπάει λίγο και μετά φερμάρει. Πιάνω σιγά - σιγά χωρίς θόρυβο το πάνω μέρος στο φρύδι να βλέπω προς το ρέμα και προς τα χωράφια ήξερα ότι μπροστά κάτω ήταν ο μπάρμπα Γιώργής «θα το φας το κεφάλι σου» σκέφτηκα και έχω τα μάτια μου 14. Είμαι λίγο πιο πίσω 2 περίπου μετρά και πάνω από την σκύλα που φερμάρει πλάγια προς την κατεύθυνση του «παππού» και όπως περιμένω για να σηκωθεί το πουλί βλέπω μπροστά μου στα 10 μέτρα από το σκυλί να ξεπροβάλει στο χωράφι και να σηκώνει τα αυτιά του για να αφουγκραστεί ένα λαγό.
«Εσύ είσαι μεγάλε» σκέφτομαι και του ρίχνω, η σκύλα ορμάει και τον δαγκώνει. Πήγε ο φουκαράς να ξεσύρει αλλά δεν με είχε αντιληφθεί.
«Τι έγινε, την πήρες;» μου φωνάζει ο μπάρμπα Γιώργης.
«Ναι» του λέω «μια μπεκατσάρα κάτσε καλά». Αυτή την φορά ήταν η σειρά του πάππου να μείνει έκπληκτος μόλις αντίκρισε την Σπίθα να κουβαλάει τον «αυτιά».
«Λαγός μπράβο τύχη σήμερα» το χαμόγελο είχε ξεπεράσει και τα αυτιά η χαρά ήταν απερίγραπτη.
«Τώρα θα πάμε και για την μπεκάτσα» ο μπάρμπα Γιωργής με ρώτησε;
«Τώρα θα πάμε σπίτι» του λέω «ας’ την να φύγει είναι η τυχερή μας, αυτή μας φανέρωσε 2 λαγούς δεν είναι γραφτό να πάει από εμάς».
Ξεκινήσαμε για το αυτοκίνητο και φεύγοντας της φώναξα, «για σου δεν σε κυνηγώ άλλο ήσουν η πρώτη και η τυχερή μου μπεκάτσα για φέτος, καλή τύχη». Τώρα τι τύχη θα έχει αυτό το πουλί στην συνέχεια δεν ξέρω, πάντως δεν πήγε από εμένα.
Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη, ξεκινήσαμε με το ζόρι για κυνήγι και καταλήξαμε με 2 λαγούς. Τι σου είναι το κυνήγι, ζεις μες στην περιπέτεια, βιώνεις καταστάσεις που μένουν βαθιά μέσα στην ψυχή σου.
Πολλές φορές κάθομαι και σκέφτομαι όλα αυτά και πραγματικά είμαι ευτυχισμένος που είμαι κυνηγός.
(πρώτη δημοσίευση Ιούνιος 2004 www.kinigotopos.gr)