Orizontio720X90

ΕΝΑ ΚΥΝΗΓΙ ΠΕΡΔΙΚΑΣ ΣΤΗ ΣΑΜΟ


Το κυνήγι που θα σας διηγηθούμε σήμερα είναι μια κυνηγετική ιστορία που μας έστειλε από την Σάμο ο καλός μου φίλος και συνεργάτης της σελίδας μας, Λευτέρης Δήμας. Η παρακάτω ιστορία έχει αναδημοσιευτεί στο περιοδικό κυνηγός & φύση τον Ιούλιο του 1997 ο Λευτέρης όμως είχε την ευγενή καλοσύνη να μας την παραχωρήσει και σε μας έτσι ώστε να έχουν την ευκαιρία και όσοι δεν είχαν διαβάσει το συγκεκριμένο τεύχος να την μάθουν. Και πάλι ευχαριστούμε τον Λευτέρη με τον οποίο η κοινή αγάπη μας –για τα Κούρτσχααρ- μας έκανε συνεργάτες αλλά πάνω απ’ όλα πολύ καλούς φίλους

Είναι μερικές φορές που το κυνήγι σε ανεβάζει στα αστέρια και μερικές άλλες που σε ρίχνει στην κόλαση. Εκείνο το πρωινό ήταν ένα πρωινό της κόλαση. Είχα πάει για πέρδικες με την σκύλα μου την Κιάρα. Η σκυλίτσας μου βρήκε τρεις φορές πουλιά και ο μεγάλος « κυνηγός,» εγώ, αν και άδειασα το δίκαννο μου ισάριθμες φορές δεν κατάφερα να πάρω ούτε ένα πουλί.
Σε όλο το δρόμο του γυρισμού αναρωτιόμουν τη έγινε. Δεν στεναχωρήθηκα που δεν σκότωσα πουλιά, γιατί αυτό μπορεί να συμβεί στο καθένα, στεναχωρήθηκα πάρα πολύ όμως, για τη σκύλα μου, που αν και νεαρή –δεκάξι μόλις μηνών –έκανε πολύ καλά την δουλειά της.
Γύρισα λοιπόν στο σπίτι, την περιποιήθηκα και άρχισα να κάνω σχέδια για το απόγευμα. Περνούσαν όλοι οι φίλοι μου από το μαγαζί και ρωτούσαν τι έγινε, ενώ εγώ διηγιόμουν την πονεμένη μου ιστορία και δεχόμουν τα πειράγματα τους.
Αφού πέρασε το μεσημέρι και έπεσε λίγο ο ήλιος, πήρα ξανά την σκύλα και ξεκίνησα για μια ρεματιά πού ήξερα ότι το απόγευμα κρατάει πουλιά. Οι ελπίδες μου ήταν αναπτερωμένες αλλά σκεφτόμουν και το πρωινό χουνέρι που είχα πάθει και δεν άφηνα τα μυαλά μου να πάρουν αέρα.
Μόλις έφθασα στο μέρος που είχα επιλέξει και βγήκα έξω, ένοιωσα το ελαφρύ αεράκι στο πρόσωπο μου και έφτιαξε η διάθεση. άρχισα να κάνω σχέδια για το πώς θα περπατήσω το βουνό για να έχει η σκύλα τον αέρα πάντα ευνοϊκά Αφού συναρμολόγησα το δίκαννο, έβγαλα έξω τη σκύλα να ξεμουδιάσει .έκλεισα την πόρτα του τζιπ και ξεκίνησα. Κάτι όμως δεν μου πήγαινε καλά. Πάντα όταν ξεκινούσα με τη σκύλα μου, ερχότανε και μου έκανε χαρές. Αυτή την φόρα δεν ήρθε. Ψάχνω να τη βρω και τη βλέπω να έχει σηκώσει το κεφάλι της και να πηγαίνει προς ένα πυκνό, ελέγχοντας τον αέρα. Λέω ¨δεν είναι δυνατόν¨ και τρέχω προς την σκύλα γεμίζοντας το ντουφέκι. Μέχρι να φτάσω η σκύλα είχε φερμάρει με το κεφάλι στον ουρανό και την ουρά της τεντωμένη κάγκελο. Σκέφτομαι ότι για να φερμάρει η σκύλα έτσι, είναι πουλιά οπωσδήποτε.
Προτού τελειώσω την σκέψη μου σηκώνονται ταυτόχρονα 5 πουλιά. Τουφεκίζω ενστικτωδώς το πρώτο που βλέπω και το παίρνω. Ψάχνω να κάνω τον ντουμπλέ και βλέπω ένα να φεύγει δεξιά μου. Το σημαδεύω και το τουφεκίζω. Το βλέπω και αυτό να πέφτει αλλά καταλαβαίνω ότι έπεσε ζωντανό. Φωνάζω την σκύλα μου και τρέχω προς τα κει, γιατί είναι πολύ δύσκολο το μέρος, όλο σπάλαθρα, και φοβήθηκα ότι θα το χάσουμε το πούλι. Η Κιάρα όμως δεν με ακολούθησε. Είχε δει την πρώτη πέρδικα και πήγε να κάνει απόρτ σε εκείνη πρώτα. Πράγματι σε λίγο έρχεται καταχαρούμενη με το πουλί στο στόμα. Τη χαϊδεύω και παω προς το σημείο που είχε πέσει το δεύτερο πούλι. Την παροτρύνω να ψάξει και αρχίζω και εγώ να κοιτάζω εκεί που έψαχνε η σκύλα. Τη βλέπω να φερμάρει, πάω κοντά αλλά δεν ήταν το πούλι πάρα τα πούπουλα του στο σημείο που έπεσε στο έδαφος. Ψάχναμε σε εκείνο το σημείο πάνω από 20 λεπτά. Εγώ άρχισα να εκνευρίζομαι, η σκύλα να κουράζεται και λεω αρκετά, πάμε να φύγουμε. Ποτίζω την Κουρτσχααρίνα μου και ξεκινώ στεναχωρημένος, που χάσαμε το πουλί. Μόλις αρχίσαμε να περπατάμε σκέφτομαι: δεν πάω να κοιτάξω και το πίσω μέρος του πυκνού; Πάω και βάζω την σκύλα μου να ψάξει. Σε λίγο την καταλαβαίνω ότι έχει πέσει σε μυρωδιά και τη βλέπω να φερμάρει με τα μούτρα της κολλημένα στο έδαφος. Οι σφυγμοί ανεβαίνουν κατακόρυφα και η καρδία μου πάει να σπάσει. Βλέπω την πέρδικα την πέρδικα λουφαγμένη στο 1 μέτρο από το στόμα της σκύλας. Πετάω μια μικρή πέτρα προς το μέρος της, για να την δει η σκύλα και η πέρδικα αρχίζει να τρέχει προς το πυκνό και η σκύλα να τρέχει πίσω της. Ακούγεται φοβερός θόρυβος. Το σκυλί διαπερνά το πυκνό για να πιάσει το θήραμα. Ο θόρυβος σε κάποια στιγμή σταματά και βλέπω την Κιάρα μου να βγαίνει από το πυκνό με την πέρδικα στο στόμα .Την αγκάλιασα, της έδωσα ένα φιλί και σκέφτηκα πόσο ευτυχισμένο μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο αυτό το ζώο που λέγεται σκύλος.
Συνεχίσαμε το κυνήγι με την Κιάρα, τώρα όχι τόσο για την αναζήτηση θηραμάτων αλλά για να χαρούμε το βουνό. Πήγαμε μία αρκετά μεγάλη βόλτα αλλά παρ’όλες τις φιλότιμες προσπάθειές τις Κιάρας δεν βρήκαμε τίποτα.
Είχα πάρει το δρόμο του γυρισμού προς το τζιπ για τι είχε περάσει η ώρα, όταν είδα τη σκύλα μου να μυρίζει νευρικά τον αέρα και να τρέχει προς ένα ύψωμα. Τη βλέπω φερμαρισμένη και τρέχω προς τα εκεί. Πάω δίπλα τη χαϊδεύω την ποντάρω, σηκώνεται μια πέρδικα, εύκολη τουφεκιά, απόρτ κι ακόμα ένα πουλί στη τσάντα.
Φεύγω από το βουνό τώρα ευτυχισμένος, γεμάτος αναμνήσεις, περιμένοντας με ανυπομονησία την επόμενη φορά που θα χαρώ το βουνό και το κυνήγι παρέα με τα αγαπημένα μου σκυλιά, τα Κούρτσχααρ.
Η παραπάνω ιστορία  είναι αφιερωμένη στην Κιάρα  μου, που έφυγε τόσο νωρίς και με έκανε να αγαπήσω τα Κούρτσχααρ τόσο πολύ.