Γράφει ο Κώστας Καλφόπουλος
Για τον μήνα Οκτώβριο είχα
κανονίσει από καιρό με τον φίλο μου τον Κώστα Παπακωνσταντίνου να ταξιδέψουμε στα βαλκάνια και συγκεκριμένα στην Βουλγαρία.
Εκεί θα κυνηγούσαμε καμπίσια πέρδικα, φασιανό και λαγό. Έτσι ξεκινήσαμε οδικός παρέα με δυο ακόμα φίλους από την Χαλκίδα τον Θανάση Μακαντάση και τον Γιάννη Σκαρλή αλλά και με τους αγαπημένους συντρόφους μας στο κυνήγι την ΑRTA την κόρη της Ρέα και τον γιό της Πύρρο. Μετά από ταξίδι 14 ωρών φτάσαμε βράδυ στον προορισμό μας και γρήγορα γρήγορα παραδοθήκαμε στην αγκαλιά του Μορφέα για να μπορέσουμε νωρίς το πρωί να είμαστε ξεκούραστοι στον κυνηγότοπο. Έτσι το ερχόμενο πρωινό
ξυπνήσαμε όλοι νωρίς για να ετοιμαστούμε.
Εδώ θέλω να σταθώ και να αναφέρω ότι πραγματικά το να κυνηγάς πεδινή πέρδικα είναι μια σπουδαία εμπειρία. Αν και έχω κυνηγίση ξανά στην Σερβία πεδινές πέρδικες ένιωθα σαν να ήταν η πρώτη μου φορά.
Συγκεντρωθήκαμε όλοι και το πρώτο που μας ανακοινώθηκε ήταν ότι οι πληθυσμοί της πέρδικας αλλά και των άλλων θηραμάτων ήταν σε πολύ καλό επίπεδο. Σε ερώτηση μου προς τον δασικό υπάλληλο που ήταν συνοδός μας που οφείλετε ο μεγάλος πληθυσμός θηραμάτων μου εξήγησε ότι η συγκεκριμένη πολιτική διαχείρισης βιοτόπων και θηράματος είναι από την εποχή του Ζίφκοφ.
Αυτός νομοθέτησε σε κάθε χωριό της Βουλγαρίας να υπάρχει ένας τοπικός σύλλογος κυνηγών, ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για την τοπική διαχείριση του θηράματος.
Έτσι όλα τα μέλη του τοπικού συλλόγου συμβάλουν στις σπορές στις απελευθερώσεις θηραμάτων στις καταμετρήσεις θηραμάτων ώστε να γνωρίζουν πότε πρέπει να σταματά το κυνήγι και πότε να ξεκινά.
Αυτές οι εργασίες απαιτούν κόπο και δεν γίνονται εθελοντικά. Ο πρόεδρος του κυνηγετικού συλλόγου καλεί τηλεφωνικά ή με επιστολή τα άτομα που πιστεύει ότι θα φανούν χρήσιμα σε κάθε διαφορετική εργασία που βάζει ως στόχο ο εκάστοτε σύλλογος κυνηγών.
Επίσης σε συνεργασία με τους αγρότες ο τοπικός σύλλογος στον τόπο ευθύνης του δημιουργεί τεχνητά πολλές αγρανάπαυσης ώστε το θήραμα να έχει χώρους φωλεοποίησης και αναπαραγωγής.
Αυτά τα λίγα σχόλια περί της διαχείρισης ώστε ο αναγνώστης να καταλάβει ότι δεν είναι τυχαίος ο μεγάλος πληθυσμός θηραμάτων, αλλά έργο κοπιαστικό ενός μικρού συνόλου κυνηγών κατά τοπικό σύλλογο.
Για αυτό πρόταση μου είναι συνάδελφοι κυνηγοί αλλά και φορείς του κυνηγίου να κάνουμε προσπάθειες ακόμα περισσότερες για την ύπαρξη του ενδημικού θηράματος, γιατί ειδάλλως δεν αργεί η ώρα που θα κυνηγάμε μόνο σε κρατικές ή ιδιωτικές ελεγχόμενες περιοχές.
Αυτά τα λίγα σχόλια για να αφιπνηστούν λίγο όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται για την ύπαρξη αυτής της αρχέγονης πράξης, είτε είναι επαγγελματίες είτε απλή κυνηγοί.
Ξαναπερνάω στο οδοιπορικό μας, την πρώτη ημέρα πήγαμε σ΄ένα χωριό που λεγόταν Stabolinski. Το τοπίο του κυνηγότοπου ήταν ως εξής: δέντρα από μηλιές και ροδιές, χωράφια χέρσα και σπαρτά και λίγα μποστάνια.
Το κυνήγι ξεκίνησε στις 8.00 το πρωί με ένα διάλειμμα στις 12.00 για φαγητό και λίγη ξεκούραση και ξεκινάγαμε ξανά στις 13.00 μέχρι της 18.00, αυτό ήταν και το πρόγραμμα όλων των υπολοίπων ημερών.
Ο τόπος που επρόκειτο να κυνηγήσουμε κρατάει μεγάλο αριθμό θηραμάτων από ότι σχολίασα με τον φίλο μου τον Κώστα, ο οποίος τον θεωρεί ένα από τα καλύτερα μέρη που έχει κυνηγήσει στην Βουλγαρία και δεν είχε άδικο.
Η μέρα εξελίχθει σε μια γιορτή της θεάς Αρτέμιδος, όπου τα σκυλιά μας και ειδικά η Αrta εντόπισε πολλές πέρδικες, ιχνηλάτησε και ξεπέταξε πολλούς λαγούς όπου έναν από αυτούς τον έπιασε στο γιατάκι του.
Όμως και τα παιδιά της Ρέα και Πύρρος δεν τα πήγαν καθόλου άσχημα, εντόπισαν πολλούς φασιανούς με αποτέλεσμα το πάθος τους για το κυνήγι να δυναμώσει περισσότερο μετά από τόσες συναντήσεις με τα θηράματα.
Δεν σας κρύβω ότι ο λόγος αυτής της εξόρμησης ήταν περισσότερο για αυτά τα δυο νεαρά σκυλιά μας.
Εκείνο που παρατήρησα ήταν ότι οι Βούλγαροι κυνηγοί έχουν σε μεγάλη εκτίμηση τα ηπειρωτικά σκυλιά. Ο δασάρχης της Φιλιππούπολης μου είπε ότι την εποχή του Σιδηρούν παραπετάσματος οι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν περισσότερο σκύλους ηπειρωτικών φυλών, με πρώτο σκύλο σε προτίμηση το Βίζλα, Γερμανικό Μπράκ, Ντράτχααρ και όλα αυτά σ΄ένα τόπο που ο Βουλγάρικος ιχνηλάτης ήταν σε πληθώρα αλλά και η κυνοφιλία ήταν σε μεγάλη ακμή.
Επίσης η εξαγωγή κρέατος από άγριο κυνήγι ήταν σημαντικός οικονομικός πόρος στην Βουλγαρία. Παρόλα ταύτα προτιμούσαν σκύλους φέρμας, με την φιλοσοφία να μεταλάσεται και σε ιχνηλάτη αυτό που λέμε 2 σε 1.
Αυτό για όσους ισχυρίζονται ότι αυτοί οι σκύλοι ανήκουν στην ομάδα 7 και πρέπει να είναι μόνο σκύλοι φέρμας και ότι οι ηπειρωτικοί λαοί εκτρέφουν σκυλιά με βάση το δικό τους τρόπο κυνηγίου στο μέλλον.
Η προσωπική μου άποψη λοιπόν είναι ότι ο σκύλος του μέλλοντος θα είναι ο σκύλος πολλαπλής χρησιμότητας λόγω των συνθηκών που θα εξελίσσεται η πράξη του κυνηγίου στο μέλλον.
Έτσι η πρώτη ημέρα τελείωσε αφήνοντας μας ευχαριστημένους από το κυνήγι μας και από τις εικόνες που αποκομίσαμε. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο για ένα ζεστό μπάνιο και στην συνέχεια ένα καλό δείπνο με ντόπια εδέσματα και ένα κόκκινο καταπληκτικό κρασί που ήταν και το κερασάκι στην τούρτα ώστε να πέσουμε ξεροί για ύπνο μετά από πορεία 15 km.
Την επόμενη ημέρα το πρωινό ξύπνημα μας βρήκε με νότιους ανέμους ομίχλη και αραιή αλλά σταθερή βροχή. Αυτές οι συνθήκες όπως καταλαβένεται δυσκόλεψαν την κατάσταση μιας και όσο προετοιμασμένος με την ένδυση και υπόδηση εάν είσαι όταν βρέχεσαι 8 ώρες το αποτέλεσμα είναι γνωστό.
Παρόλα ταύτα μπορέσαμε και χτυπήσαμε λίγες πέρδικες γιατί έφευγαν μακριά και έναν λαγό που τον ξεπέταξε ο Πύρρος τον τουφεκίσαμε αλλά τον τραυματίσαμε και ο σκύλος τον καταδίωξε γύρω στα 200 μέτρα. Ο λαγός τρέχοντας έχανε πολύ αίμα και έτσι άρχισε να χάνει δυνάμεις και ξεψύχησε, ο Πύρρος τον έπιασε και μας τον έφερε με μεγάλο καμάρι. Έτσι με το σούρπο βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο, κουρασμένοι περπατώντας σε οργωμένα χωράφια γυρίσαμε στο αμάξι για το δρόμο της επιστροφής στο ξενοδοχείο.
Την Τρίτη ημέρα θα πηγαίναμε σε ένα πιο μακρινό μέρος από την έδρα μας.
Ο καιρός καλύτερος από την προηγούμενη ημέρα αλλά οι εδαφολογικές συνθήκες δεν ήταν καλές. Η βροχή της προηγούμενης ημέρας είχε δημιουργήσει στο έδαφος συνθήκες αργιλώδες πυλοχώματος το οποίο κολλούσε στις μπότες μας και μας δημιούργησε πρόβλημα στο περπάτημα και κόπωση.
Εδώ το μέρος είχε πολλά μποστάνια από ντομάτες, λάχανα, κουνουπίδια και λίγα γραμμικά αμπέλια. Ο τοπικός Θηροφύλακας μας είπε ότι ο συγκεκριμένος τόπος είχε 3 κοπάδια πέρδικες, λίγους λαγούς, πάπιες στα κανάλια και τοπιάρικα ορτύκια.
Έτσι στο πολύωρο κυνήγι εντοπίσαμε 1 κοπάδι πέρδικες που μπορέσαμε και καρπωθήκαμε μερικές, λίγα ορτύκια και τουφεκίσαμε χωρίς επιτυχία 3 φορές πάπιες που μας ξεπέταξαν τα σκυλιά από τα κανάλια.
Έτσι τελείωσε και η τελευταία μέρα του κυνηγίου αλλά με το τέλος της 3ης ημέρας σήμανε και η ώρα της επιστροφής.
Κατά την διάρκεια της επιστροφής στην Ελλάδα κάναμε σχόλια ζώντας ξανά το ταξίδι μας, γελάσαμε πολλές φορές με κάποια πεσίματα στην λάσπη τρέχοντας να πάρουμε θέση σε κάποια φέρμα ή χαριτολογώντας να συζητάμε κάποιες αστοχίες σε φερμαριστά πουλία και λάγους.
Ετσι το ταξιδι αυτή η μικρή οδύσσεια έφτασε στο τέλος της με όμορφες κυνηγετικές αναμνήσεις από τα Βαλκάνια και με ελπίδα και στον τόπο μας να ζούμε έντονες κυνηγετικές στιγμές ανάλογες της συγκεκριμένης εμπειρίας που βιώσαμε.