Είναι μερικές
φορές που μέσα από το κυνήγι γίνεσαι δέκτης τέτοιων εμπειριών και παραστάσεων,
που πραγματικά ευχαριστείς των μεγαλοδύναμο για το ότι είσαι κυνηγός. Τόσο οι
εικόνες του εκάστοτε κυνηγότοπου, όσο και οι συγκινήσεις και τα αισθήματα που η
συνάντηση με το θήραμα σου γέννα, είναι για τον καθ΄ έναν από εμάς εμπειρίες
ζωής.
Θα
ήθελα σήμερα να σας περιγράψω, όσο και αν αυτό για εμένα είναι σχεδόν αδύνατων,
το να αποτυπώσει κάποιος σε κείμενο, τα τόσο συναισθήματα που σου γεννιούνται
από ένα κυνήγι στον βάλτου, τις πρώτες
μου εμπειρίες στο κυνήγι των υδροβίων.
Ήταν ένα βράδυ όταν από
μια τυχαία γνωριμία, η οποία έμελλε να εξελιχθεί σε σχεδόν αδελφική φιλία,
γνώρισα τον Παντελή. Ο Παντελής ένα παιδί (τότε), από ένα χωρίο της Άρτας,
μεγαλωμένος μέσα στον βάλτο του Αμβρακικού και με τρομερές από ότι στην πορεία
κατάλαβα, γνώσεις για το κυνήγι αυτών των θηραμάτων. Όπως ήταν φυσικό όταν σε
ένα τραπέζι βρίσκονται κυνηγοί, είναι σχεδόν βέβαιο ότι και θα γνωριστούνε, άλλα και δεν θα αργήσουν
να φέρουν την συζήτηση γύρω από το αγαπημένο τους χόμπι. Μέσα λοιπόν από το
κρασάκι και την κουβεντούλα, φτάσαμε να κανονίζουμε και τις λεπτομέρειες για
ένα κυνήγι υδροβίων. Το κυνήγι κανονιστικέ για την άλλη μέρα μετά το μεσημέρι.
Θυμάμαι ο καιρός ήταν
πολύ άσχημος και όταν την άλλη μέρα βρεθήκαμε με τον Παντελή και με δεδομένη
την άγνοια μου τον ρώτησα, «έχει πολύ άσχημο καιρό μήπως θα ήταν καλύτερα να το
αναβάλουμε;» και ο Παντελής κοιτώντας με μεγάλη απορία αλλά και φυσικότητα μου
απάντησε, «μα αυτό ακριβώς θέλουμε». Πριν ακόμα καταλάβω τι γινόταν, βρέθηκα
πάνω στο μηχανάκι του Παντελή, ντυμένος με κουκούλες και αδιάβροχα, να
πηγαίνουμε προς τον βάλτο. Η βροχή ήταν πολύ δυνατή και μερικές φορές το
γυρνούσε σε πολύ ψιλό χαλάζι, που ο δυνατός αέρας το έκανε τόσο οδυνηρό, σαν να
σε τουφεκούν με ψιλά σκάγια. Φτάνοντας στον βάλτο, θα έπρεπε να περπατήσουμε
μέσα σε αυτόν πάνω από 1,5 χιλιόμετρο για να φτάσουμε στις φυλάχτρες. Πώς να
μην σου κάνει εντύπωση το πώς αυτός ο άνθρωπος περπατούσε μέσα στο βάλτο, η
άνεση και η ευκολία της όλης του κίνησης ήταν τέτοια που τουλάχιστον εμένα που
ήμουν κάθε 5 μέτρα κολλημένος στην λάσπη, με εξέπληξε. Θα πρέπει εδώ να πω ότι
το να κινείσαι στο βάλτο με ευκολία είναι κάτι που μόνο με τον καιρό και την
εξάσκηση μαθαίνεται, δεν έχει να κάνει με τον αν μπορείς να σκαρφαλώνεις ώρες
κυνηγώντας πέρδικες, ή αν οργώνεις τα ρέματα και τα ζαβά στη μπεκάτσα, ο βάλτος
θέλει τον δικό του τρόπο. Μετά από κάποια ώρα και καταϊδρωμένος φτάσαμε στις
φυλάχτρες, αυτές ήταν καλάμια και βούρλα και αλμυρίκια τα οποία είχαν
τοποθετήσει εκεί αρκετό καιρό για να τα συνηθίσουν τα πουλιά και που εσύ θα
έπρεπε να χωθείς μέσα και να καθίσεις γονατιστός. Μετά από λίγη ώρα στην
καθίστρα, όπως αλλιώς την λένε, άρχισαν τα πρώτα συμπτώματα δυσφορίας μου. Ο
ιδρώτας που μέσα από τα πολλά ρούχα που φορούσα και το πολύ και δύσκολο
περπάτημα είχα ρίξει, άρχισε να κρυώνει, τα πόδια μου από το γονάτισμα άρχισαν
να μουδιάζουν, ενώ η βροχή και το χαλάζι, είχαν γίνει πλέων ανυπόφορα. Πουλιά
«ανέμιζαν» γύρω μας αρκετά κοπαδάκια, από Κιρκιρία «Ζγατζούρια» όπως εκεί τα
λένε, αλλά και άλλα μεγαλύτερα Σαρσέλες, Ψαλίδες, Χουλιαρόπαπιες και λιγότερα
Πρασίνια. Τα πουλιά δυστυχώς δεν είχαν μόνο ένα σημείο μπασίματος, αλλά
έμπαιναν σχεδόν από όλες τις κατευθύνσεις. Αυτό έκανε ακόμα πιο δύσκολο το
κυνήγι, γιατί θα έπρεπε χωρίς να κινείσαι να έχεις τον νου σου παντού και
ιδιαίτερα όπως ο Παντελής έλεγε να μην σε «καβαλήσουν» τα πουλιά. Είχαν περάσει
πάνω από 2 ώρες και δεν είχα μπορέσει να πάρω πουλί, μπόρεσα να ντουφεκίσω μόνο
κάνα δυο και αυτά όταν ήταν πλέων πολύ
αργά. Αντίθετα ο φίλος μου πρέπει μέχρι αυτή την ώρα να είχε τουλάχιστον 9
παπιά. Πραγματικά βλέποντας με ταλαιπωρημένο και πνιγμένο μέσα στην
απογοήτευση, ο Παντελής με φώναξε να πάω στην καθίστρα του. Το πρώτο πράγμα που
μου είπε, ήταν να βγάλω την κουκούλα του αδιάβροχου και να σηκώσω το κάλυμμα
του καπέλου μου από τα αυτιά μου, «τα αυτιά πρέπει μου είπε να είναι ελευθέρα,
πρίμα στον άνεμο για να μπορεί να τ' ακούς που μπαίνουν» στην αρχή δεν τον
πολυκατάλαβα, όταν όμως μου έγνεψε και στα αυτιά μου έφτασε το πρώτο φουτ-φουτ
από τον θόρυβο των φτερούγων του παπιού, αμέσως γύρισα και το είδα να προσπαθεί
να περάσει σχεδόν από πάνω μου. Η τουφεκιά μου ήταν τόσο ενστικτώδεις, που δεν
θα μπορούσε παρά να βρει τον στόχο. Η εικόνα μιας αρσενικής Ψαλίδας να πέφτει
με θόρυβο στο νερό, μου έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου. Μετά από
φροντιστήριο μιας και πλέων ώρας, ξαναγύρισα στην φυλάχτρα μου και λίγο η
αυτοπεποίθηση, λίγο ο ενθουσιασμός, αλλά
πάνω απ’ όλα οι συμβουλές του Παντελή για το κυνήγι αυτού του θηράματος, έφεραν
αρκετά καλά αποτελέσματα στο πρώτο μου αυτό κυνήγι.
Από τότε κάθε χρόνο δυο
μπορεί και τρεις φορές το χρόνο, επισκέπτομαι τους βάλτους του Αμβρακικού για
κυνήγι υδροβίων και λέω υδροβίων και όχι παπιών, γιατί ο βάλτος έχει να σου προσφέρει
και άλλα θηράματα όπως φαλαρίδες μπεκατσίνια και αλλά. Θυμάμαι ότι μετά από 3-4
χρόνια, είχα πάρει για να κυνηγήσει μαζί μας και έναν φίλο μου. Και θυμάμαι την
πρώτη μέρα κυνηγίου, την απογοήτευση του φίλου μου πόσο μεγάλη ήταν βλέποντας
εμάς να παίρνουμε κάποια πουλιά, ακριβώς όπως και η δική μου στο κυνήγι που σας
περιέγραψα, αλλά και τι ανακούφιση αισθάνθηκε όταν άκουσε τον Παντελή να του
φωνάζει, «Γιάννη έλα εδώ κοντά μου».
Μετά
από 10 και πλέω χρόνια που κυνηγώ τα παπιά στον Αμβρακικό, κάθε φορά μαθαίνω
και κάτι ακόμα. Είναι δε τόσοι οι τρόποι κυνηγίου των υδροβίων, αλλά και
τέτοιες οι γνώσεις που πρέπει να έχεις για το κυνήγι τους, που μόνο άνθρωποι
σαν τον Παντελή που κυνηγού αποκλειστικά υδρόβια καθ΄ όλη την διάρκεια της
κυνηγετικής περιόδου, μπορούν να τους γνωρίζουν καλά.
Έχοντας κυνηγήσει υδρόβια και
σε άλλα μέρη της χωράς μας, θέλω να τονίσω τις αρκετές διαφορές που εγώ
προσωπικά έχω διαπιστώσει, ανάλογα τον τόπο και τον βιότοπο, στο κυνήγι τους.
Όπως όμως και αν αυτό ασκείται, η γοητεία της ανατολής και του σούρουπου στον
βάλτο, πίσω από ένα σωρό καλάμια και με τους χιλιάδες ήχους γύρω σου,
δημιουργούν ένα σκηνικό που μόνο όσοι κυνηγούν υδρόβια μπορούν να ζήσουν.(πρώτη δημοσίευση Απρίλιος 2004, www.kinigotopos.gr)