Η βασίλισσα των νησιών μας
Τάξη: Galliformes
Οικογένεια: Phasianidae
Γένος: Alectoris
Είδος: Chukar
Οικογένεια: Phasianidae
Γένος: Alectoris
Είδος: Chukar
Η πέρδικα του Μίνωα αυτή που κοσμούσε τις εξαιρετικές παραστάσεις των
μινωικών ανακτόρων αυτή που πάνω από 3000 χρόνια γοήτευε και γοητεύει τους
κυνηγούς όλων των νησιών μας δεν είναι άλλη από την μοναδικής ομορφιάς
νησιωτική πέρδικα.
Γεωγραφική εξάπλωση
Η νησιωτική πέρδικας chukar είναι η πλέον διαδεδομένη σχεδόν σε όλο τον κόσμο οι
πραγματικοί όμως άγριοι πληθυσμοί της βρίσκονται κυρίως στις ορεινές περιοχές
της Μέσης Ανατολής και την Ανατολική και Κεντρική Aσία στην νοτιοανατολική Βουλγαρία την Μικρά Ασία και την Κίνα στην
Μαντζουρία. Ακόμα στην χώρα μας όπου την απαντάμε στην Θράκη τα νησιά του Αιγαίου
και την Κρήτη. Τόσο στην χώρα μας όσο και σε πολλά αλλά μέρη του κόσμου έχουν τεχνικά
εισαχθεί πληθυσμοί νησιωτικής πέρδικας με πολύ μεγάλη επιτυχία όπως στην Βόρεια
Αμερική, τη Χαβάη και τη Νέα Ζηλανδία
Γενική Περιγραφή
Η νησιωτική πέρδικα είναι ένα πουλί μέσου μεγέθους με μήκος
σώματος από 30 έως 34 εκατ. άνοιγμα φτερών από 45 έως 52 εκατ. και βάρος για τα
θηλυκά από 450 έως 680 γραμ. και για τα ελαφρώς μεγαλύτερα αρσενικά από 510 έως
800 γραμ. αν και κατά περιοχές έχουν παρατηρηθεί και αρκετά μεγαλύτερα σε βάρος
αρσενικά (850 γραμ.)
Ο χρωματισμός του φτερώματος και στα δυο φύλα είναι ο
ίδιος και είναι ως εξής: Στο επάνω μέρος το σώματος της έχει χρώμα καφετο-γκρίζο
όπως και στο επάνω μέρος του κεφαλιού και του αυχένα της ενώ ο λαιμός της έχει
χρώμα κρεμώδους λευκού με αμυδρές σταχτο-κόκκινες αποχρώσεις. Στο μέρος των ωμοπλατών συναντάμε κάποιες
ελαφρές καστανό-κόκκινες αποχρώσεις. Το στήθος της στο επάνω μέρος του είναι
και αυτό γκριζωπού χρώματος ενώ φτάνοντας προς την κοιλία ελαφρώς ξεθωριάζει. Η
κοιλία της είναι χρώματος ανοιχτού καφέ όπως και το κάτω μέρος των φτερών της
ουράς. Στο μεσαίου μεγέθους κεφάλι της βρίσκουμε το κοντό αλλά ισχυρό ράμφος
της, ελαφρός κεκλιμένο (γαμψό) κόκκινου χρώματος, ακόμα τα χαρακτηριστικά καφετί
μάτια της με τον οφθαλμικό δακτύλιο ιδίου χρώματος με το ράμφος, καθώς και τα
ωτικά καλύπτρά, φτέρωμα μεγαλύτερου μήκους τα οποία βρίσκουμε στην περιοχή της
ωτικής χώρας καστανό-κοκκινωπού χρώματος.
Γύρω από τον υπόλευκο λαιμό της υπάρχει μια μαύρου
χρώματος λωρίδα σε σχήμα U σαν
περιδέραιο. Το περιδέραιο αυτό ξεκίνα πάνω από το ράμφος της πέρνα πάνω και
κάτω από τα μάτια της και καταλήγει χαμηλά στον λαιμό της, δημιουργώντας έναν
χαρακτηριστικό περιλαίμιο σχήματος U. Χαρακτηριστική της διαφορά με την ορεινή πέρδικα είναι η έλλειψη «χαλινού»
στην θέση του οποίου στην νησιωτική υπάρχει η συνέχεια του λευκού του λαιμού. Στα
πλευρά της βρίσκονται λιγότερες από ότι στην ορεινή πέρδικα οριζόντιες λωρίδες
μαύρου χρώματος (8 με 10) που εναλλάσσονται με άλλες τόσες υπόλευκου αλλά που
είναι σαφώς φαρδύτερες.
Τα πόδια της είναι κόκκινου χρώματος με σκούρα καφέ νύχια.
Μετά την ενηλικίωση τους και τα δύο φύλα μπορούν να έχουν ένα μικρό ταρσικό εξόγκωμα
(κότσι), στο πίσω μέρος και περίπου στο μέσω του ταρσού, αλλά συνήθως αυτό
είναι χαρακτηριστικό των αρσενικών απ' όπου προήλθε και η λαϊκή ονομασία
«κότσος».
Θα πρέπει ακόμα να διευκρινίσουμε σε ότι αφορά τους χρωματισμούς
ότι αυτοί ποικίλουν ανάλογα και με τον συνήθη βιότοπο της.
Ένα από τα πιο χαρακτηρίστηκα γνωρίσματα της νησιωτικής
πέρδικας είναι η φωνή της, με το δυνατό «κακάρισμα» της κάκαρα-κακ κάκαρα κακ
και το οποίο χρησιμοποιεί όχι μόνο για την ανασύνταξη του κοπαδιού αλλά ως ένδειξη
εδαφικής κυριαρχίας από το αρσενικό κυρίως την άνοιξη. Θα πρέπει ακόμα να πούμε
ότι η νησιώτικη πέρδικα χρησιμοποιεί τουλάχιστον τρεις διαφορετικές φωνητικές
κλίσεις μια για τις κοινωνικές επαφές της μια για την ένδειξη κινδύνου και μια
κατά τις περιστάσεις σεξουαλικού συναγωνισμού μεταξύ των πουλιών.
Η πιο κοινή κλήση είναι ένα χαμηλό τσοκ,
τσοκ, τσοκ που χρησιμοποιείται και
από τα δύο φύλα που αλλάζει βαθμιαία chukar chukar και μπορεί να ακουστεί σε μεγάλες αποστάσεις,
ως εκ τούτου το όνομα (Alectoris chukar).
Βιότοπος
Ο βιότοπος της νησιωτικής πέρδικας είναι οι απόκρημνες
βραχώδης περιοχές.. Εκεί στους απρόσιτους ηλιοκαμένους βράχους και σε όχι ιδιαίτερα
μεγάλο υψόμετρο ζει η νησιωτική πέρδικα. Ο ιδανικότερος δε βιότοπος της είναι ορεινές
ξηρές και πετρώδες περιοχές στις οποίες ομαλά εναλλάσσονται το έντονο βραχωτό,
με μικρούς θάμνους και λιβάδια χόρτων. Πέρα όμως από τους προαναφερόμενους βιότοπους
η νησιωτική πέρδίκα έχει διαπιστωθεί ότι μπορεί να διαβιώσει και σε περισσότερο
μικτούς βιότοπους.
Συμπεριφορά
Η νησιώτικη πέρδικα είναι από τα πουλιά που ζουν σε σμήνη.
Τα σμήνη αυτά κυρίως αποτελούνται από κάποιους ενηλίκους και απογόνου τους και
όχι απαραίτητα από ένα και μόνο ζευγάρι.
Το κάθε κοπάδι καταλαμβάνει τον δικό του χώρο σε μια
περιοχή, την οποία τα αρσενικά θα υπερασπιστούν πολύ έντονα και θα την αφήσει
μόνο αν συντρέξουν διάφοροι εξωγενείς παράγοντες. Δεν μεταναστεύουν και οι
οποιεσδήποτε εποχιακές μετακινήσεις τους είναι συνήθως μόνο υψομετρικές. Κοντά
στο χάραμα ο αρσενικός «κότσος» καλεί και συγκεντρώνει το κοπάδι για να
ξεκινήσουν την πρωινή αναζήτηση της τροφής, την οποία συλλέγουν κατά την
διάρκεια του πρωινού και το απόγευμα. Αφού για όλη την ημέρα περιπλανηθούν
βόσκοντας μέχρι αργά το απόγευμά και αφού κοντά στο μεσημέρι έχουν επισκεφτεί
τους λιγοστούς νερόλακκους του βουνού, ξεκινούν την επιστροφή τους στο μέρος
στο οποίο θα διανυκτερεύσουν, της «κούρνιας». Οι περισσότερες από τις
μετακινήσεις του γίνονται με τα πόδια και οποιαδήποτε πτήση αναγκαστούν να
κάνουν είναι σχεδόν πάντα σύντομη, σε μικρές αποστάσεις και προς τα κάτω. Ακόμα
και όταν οι νησιωτικές πέρδικες είναι αναγκασμένες να διαβούν τραχιές και δύσκολες
περιοχές, προτιμούν το τρέξιμο, στο οποίο και οι επιδόσεις τους είναι
αξιοζήλευτες.
Διατροφή
Η νησιωτική πέρδικα είναι πουλί παμφάγο, με ιδιαίτερη αδυναμία
στους σπόρους, στους μικρούς βολβούς και τα τρυφερά βλαστάρια, τα αγριόχορτα
αλλά και τις διάφορες καλλιέργειες. Ανάλογα βεβαία με την εποχή η νησιωτική
πέρδικα προμηθεύεται την τροφή της από την βλάστηση στην περιοχή και τις υπάρχουσες
καλλιέργειες σύμφωνα με τη σχετική αφθονία και την εποχιακή διαθεσιμότητα. Τα καλλιεργήσιμα
βεβαία φυτά αποτελούν μικρό ποσοστό στην διατροφή της όπως και τα έντομα που
δεν τα αγνοούν αλλά δεν αποτελούν και αυτά μεγάλο ποσοστό στην διατροφή τους.
Αντίθετα με τα ενήλικα πουλιά απαραίτητη είναι για την διατροφή ειδικά των
νεοσσών, και η λήψη πρωτεϊνών, την οποία παίρνει τρώγοντας έντομα όπως τα
μυρμήγκια, ακρίδες, και αλλά διάφορα μικρά σκουλήκια. Οι πέρδικες όπως και
πολλά αλλά πουλιά, καταπίνουν και μικρά πετραδάκια για βοηθήσουν την πέψη τους.
Το νερό όπως και για κάθε οργανισμό είναι απαραίτητο και για τις πέρδικες, αυτό
το βρίσκουν σε νερόλακκους και σχισμές του λειτουργούν σαν δεξαμενές. Από της
πήγες αυτές του νερού ειδικά κατά τους θερινούς μήνες εξαρτάτε και η διασπορά
των κοπαδιών τα οποία συχνά βρίσκονται αρκετά κοντά τους σε αντίθεση με τον
χειμώνα όπου οι πέρδικες έχουν την δυνατότητα να παίρνουν την απαραίτητη
ποσότητα νερού μέσω της τροφή τους, είτε αυτό λέγετε πρωινή δροσιά, είτε μέσα
από βολβούς και βλαστούς.
Αναπαραγωγή
Η αναπαραγωγική περίοδο των νησιώτικων περδίκων ξεκίνα
γύρω στον Φεβρουάριο και διαρκεί ανάλογα και με τις καιρικές συνθήκες, αλλά και
τον τόπο, μέχρι τον Μάρτιο και σε ορισμένες ακόμα χώρες όπως η Βόρεια Αμερική
και μέχρι τον Ιούνιο. Γεννά συνήθως μια φορά τον χρόνο, αν και ανάλογα τις καιρικές
και περιβαντολογικές συνθήκες, ή αν θα υπάρξει πρόωρη καταστροφή της φωλιάς,
μπορεί να κάνει και δεύτερη γέννα. Η πέρδικα είναι μονογαμικό πουλί και συνήθως
το αρσενικό ζευγαρώνει μόνο με ένα θηλυκό, τα ζευγάρια αυτά διαμορφώνονται μετά
από επίδειξη ερωτοτροπίας από το αρσενικό το οποίο κλίνει το κεφάλι του προς τα
εμπρός, σηκώνει το στήθος και επιδεικνύει τα πλευρά του, ενώ ταυτόχρονα κράζει και
αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από το θηλυκό και να ραμφίζει διάφορα
αντικείμενα. Κατά τη διάρκεια των εποχών ξηρασίας, όταν τα τρόφιμα είναι
λιγοστά, η αναπαραγωγή μπορεί να περιοριστεί σε λίγα μόνο πουλιά.
Το ζευγάρι θα καταλάβει μια περιοχή, την οποία το
αρσενικό θα αναλάβει να υπερασπιστεί κατά του οποιουδήποτε εισβολέα ή άλλου αρσενικού.
Αυτά τα ζευγάρια γύρω στην αρχή της άνοιξης θα φτιάξουν στο έδαφος την φωλιά
τους, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μικρό βαθούλωμα διαμέτρου περίπου
20 εκατοστών, καλά προφυλαγμένο και καλυμμένο από βλάστηση. Η φωλιά βρίσκετε
συνήθως την βάση κάποιου θάμνου ή στην κοιλότητα κάποιου βράχου και είναι
στρωμένη με ξερά χόρτα και πούπουλα, ενώ συνήθως είναι προσανατολισμένη νότια.
Εκεί το θηλυκό θα γεννήσει κατά μέσω όρο 7-15 αυγά αν και
υπάρχουν και γέννες με πάνω από 20 αυγά. Τα αυγά έχουν ανοιχτό κρεμ χρώμα, με
καφετο-κόκκινα στίγματα, το μέγεθος τους κυμαίνεται από 37-41 X 29-31 χιλ και το βάρος τους είναι γύρω στα 19 γραμμάρια.
Η επώαση αρχίζει μετά και την γέννηση του τελευταίου αυγού και διαρκεί από 20
έως 24 ημέρες, σχεδόν πάντα με την αποκλειστική εύθηνη μόνο του θηλυκού. Τα αρσενικά
παραμένουν συνήθως μέχρι και την πλήρη ανάπτυξη των νεοσσών, αν και έχει
παρατηρηθεί και το φαινόμενο να εγκαταλείπουν το θηλυκό μετά από την εκκόλαψη
και να δημιουργούν νέα κοπάδια με άλλα αρσενικά.
Οι νεοσσοί σχεδόν αμέσως μετά την εκκόλαψη τους είναι
ικανοί να βαδίσουν, έχουν χώρα καφέ-κιτρινωπό με καφετο-κόκκινες αποχρώσεις και
την χαρακτηριστική μαύρη γραμμή από το μάτι έως τα ωτικά καλύπτρά. Οι πρώτες
μέρες της ζωής τους είναι και οι πλέον καθοριστικές, κατά το διάστημα αυτό το
ζευγάρι θα πρέπει να έχει προνοήσει ώστε η φωλιά να βρίσκετε κοντά σε νερό και
σε μέρος που υπάρχει επάρκεια από μυρμήγκια, ακρίδες κλπ. Ταυτόχρονα οι
κίνδυνοι που έχει να αντιμετωπίσει το ζευγάρι και τα μικρά είναι αρκετοί, πέρα
από τα αρπακτικά και τα φίδια, οι καιρικές συνθήκες θα παίξουν σημαντικό ρόλο
στην επιβίωση των νεοσσών. Στην ηλικία των 10 ημερών τα μικρά θα επιχειρήσουν
να κάνουν τις πρώτες τους πτήσεις, ενώ η σωματική τους διάπλαση θα ολοκληρωθεί
περίπου στις 7 εβδομάδες και θα φθάνουν στο πλήρες μέγεθος ενός ενήλικου στην ηλικία
των 12 εβδομάδων. Θα παραμείνουν δε με τους γονείς τους μέχρι και την επόμενη εποχή
αναπαραγωγής
Διάφορα
Η νησιωτική πέρδικα αποτελεί ένα από τα ωραιότερα και νοστιμότερα
θηράματα τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην χώρα μας.
Το είδος αυτό έχουνε καταφέρει να το αναπαράγουνε σε συνθήκες
αιχμαλωσίας και να το χρησιμοποιήσουν στην αποκατάσταση υποβιβασμένων
οικοσυστημάτων. Όπως στην Βόρεια Αμερική στην οποία για πρώτη φόρα εισαχθεί το
1893 αποκλειστικά για κυνηγετική χρήση και από τότε λόγο των δύσκολων βιοτόπων
που κατέλαβε, αναπαραχθεί με μεγάλη επιτυχία σε βιότοπους που ακόμα και γηγενή
πουλιά εξέλειψαν.
Πέρα από τις διάφορες φωνητικές κλίσεις, η νησιωτική
πέρδικα έχει παρατηρηθεί να επικοινωνεί και μέσω οπτικών συνθημάτων
Εχθροί
Εχθροί της νησιώτικης πέρδικας είναι οι περισσότεροι από
τους άρπαγες, όπως η αλεπού, το κουνάβι, η νυφίτσα, τα φίδια, οι αετοί, τα
γεράκια, το τσακάλι κ.λ.π.
Επίσης η θνησιμότητα ειδικά στα πρώιμα σταδία της ζωής
τους, είναι ιδιαίτερα υψηλή και αυτό λόγο τον ιδιαίτερων αντίξοων καιρικών
συνθηκών τις οποίες έχουν να αντιμετωπίσουν, στους δύσκολους βιότοπους τους.
Η συρρίκνωση των βιοτόπων της, όπως και η εγκατάλειψη των
καλλιεργειών γύρω από τους τόπους οπού ζει, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην
μείωση του πληθυσμού της.
Ένας ακόμα παράγοντας ο οποίος μπορεί να επηρεάσει αρνητικά
τους αγρίους πληθυσμούς νησιώτικης πέρδικας, είναι η αρρώστιες που μπορούν να
μεταφέρουν μη ελεγχόμενοι απελευθερούμενοι πληθυσμοί.
Το κυνήγι τηρώντας πάντα τόσο τους νόμους, όσο και τους
άγραφους κανόνες του κυνηγίου της δεν μπορεί να αποτελέσει απειλή για τον
πληθυσμό της, αρκεί όπως είπαμε να δείξουμε στο θήραμα αυτό, τον σεβασμό που
του αρμόζει.